κατάρχομαι

κατάρχομαι
κατ-άρχομαι: only ipf., in ritualistic sense, χέρνιβά τ' οὐλοχύτᾶς τε, began the sacred hand-washing and sprinkling of barley meal, Od. 3.445†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατάρχομαι — κατάρχω make beginning of pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάρχω — (AM κατάρχω) (ενεργ. και μέσ.) κάνω αρχή, αρχίζω (α. «τίνες κατῆρξαν, πότερον Ἕλληνες μάχης;», Αισχύλ. β. «κατῆρχεν ἤδη ἀναπηδῶν ἐπὶ τοὺς ἵππους», Ξεν. γ. «κατάρχομαι νόμον βακχεῑον», Ευρ.) μσν. αρχ. εξουσιάζω, κυβερνώ αρχ. 1. οδηγώ, δείχνω τον… …   Dictionary of Greek

  • καταρκτικός — ή, ό (AM καταρκτικός, ή, όν) [κατάρχομαι] αυτός που αποτελεί την αρχή μιας ενέργειας, ο πρωταρχικός …   Dictionary of Greek

  • ομοιοκάταρκτος — η, ο (Α ὁμοιοκάταρκτος, ον) 1. αυτός που αρχίζει με τον ίδιο τρόπο, αυτός που έχει την ίδια αρχή με άλλον* 2. φρ. «ομοιοκάταρκτο σχήμα» ή, αρχ., «τὰ ὁμοιοκάταρκτα» το ρητορικό σχήμα κατά το οποίο πολλές συλλαβές ή λέξεις αρχίζουν με τον ίδιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”